κρετινοειδής

κρετινοειδής
-ές
φρ. «κρετινοειδής κατάσταση» — κατάσταση που μοιάζει με αυτήν τού κρετινισμού, χαρακτηρίζεται όμως από ελαφρότερη σωματική και ψυχική κατάπτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cretinoid < cretin (< γαλλ. cretin < λατ. christianus < χριστιανός) + -oid (< λατ. -oides < συνδετικό φωνήεν -ο- + -ειδής < εἶδος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”